συναίνεσις

συναίνεσις
συναίνεσις
approval
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναινέσει — συναίνεσις approval fem nom/voc/acc dual (attic epic) συναινέσεϊ , συναίνεσις approval fem dat sg (epic) συναίνεσις approval fem dat sg (attic ionic) συναινέω consent aor subj act 3rd sg (epic) συναινέω consent fut ind mid 2nd sg (attic) συναινέω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναινέσεις — συναίνεσις approval fem nom/voc pl (attic epic) συναίνεσις approval fem nom/acc pl (attic) συναινέω consent aor subj act 2nd sg (epic) συναινέω consent fut ind act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναινέσεσι — συναίνεσις approval fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίνεσιν — συναίνεσις approval fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίνεση — η / συναίνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συναίνησις Α [συναινώ] συγκατάθεση, συγκατάνευση, αποδοχή νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική τού κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας 2. διεθν. δίκ. τρόπος υιοθέτησης μιας απόφασης… …   Dictionary of Greek

  • συναινέσεων — συναινέσεω̆ν , συναίνεσις approval fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναινέσεως — συναινέσεω̆ς , συναίνεσις approval fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναινέσῃ — συναινέσηι , συναίνεσις approval fem dat sg (epic) συναινέω consent aor subj mid 2nd sg συναινέω consent aor subj act 3rd sg συναινέω consent fut ind mid 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”